- δίκυκλος
- -ο (AM δίκυκλος, -ον)(για σχήματα) αυτός που έχει δύο τροχούςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το δίκυκλοα) το ποδήλατοβ) η μοτοσικλέτα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δίκυκλος — η, ο 1. αυτός που έχει δύο τροχούς. 2. το ουδ. ως ουσ., δίκυκλο το ποδήλατο και η μοτοσυκλέτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δικύκλου — δίκυκλος two wheeled masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκυκλα — δίκυκλος two wheeled neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Wheelbarrow — For the remotely controlled vehicle used in bomb disposal, see Wheelbarrow (EOD). For the aviation risk, see Wheel barrowing. A common wheelbarrow … Wikipedia
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek